Εσωτερική Πληροφόρηση (Insider trading)

Εσωτερική πληροφόρηση (insider trading) είναι η αγοραπωλησία εταιρικών τίτλων ή άλλων χρεογράφων (όπως ομόλογα /μετοχές/ δικαιώματα προαίρεσης) από ιδιώτες οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες (price sensitive information).

Ένα πρόσωπο μπορεί να κατηγορηθεί για insider trading εαν εκμεταλλεύτηκε αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες για να αποκομίσει χρηματικό όφελος ή να αποφύγει ζημιές.

Ο παραπάνω ορισμός της εσωτερικής πληροφόρησης (insider trading) δεν συμπεριλαμβάνει συναλλαγές που έγιναν βασιζόμενες σε εξωτερικές πληροφορίες, όπως είναι η γνώση για επικείμενες αλλαγές στη νομοθεσία ολόκληρης της αγοράς, τεχνολογικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν μια ολόκληρη βιομηχανία ή γνώση για τις στρατηγικές και την εισαγωγή νέων προϊόντων ανταγωνιστών στην αγορά, με την προϋπόθεση ότι αυτές οι πληροφορίες δεν αποκτήθηκαν από βιομηχανική κατασκοπία ή παράνομα μέσα.

Η αθέμιτη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών μπορεί να είναι παράνομη ή νόμιμη ανάλογα με το πότε ο insider έκανε τη συναλλαγή (trade). Θεωρείται παράνομη, όταν οι πληροφορίες εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμες στο υπόλοιπο επενδυτικό κοινό, ενώ μπορεί να γίνει εκμετάλλευση τους μόλις το ενημερωτικό υλικό δημοσιοποιηθεί, οπότε ο insider δεν έχει κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους επενδυτές.

Tipper / Tipster και Tipee

Στο insider trading χρησιμοποιούνται συχνά οι όροι “tipper” και “tipee”.

Tipper είναι το πρόσωπο που παρά την θέση ευθύνης που του έχει ανατεθεί, συνειδητά αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες.

Tipee είναι το πρόσωπο που χρησιμοποιεί εν γνώσει του τις πληροφορίες αυτές για να αποκομίσει χρηματικό όφελος το οποίο συνήθως μοιράζεται με τον tipper. Ακόμα κι αν ο tippee δεν χρησιμοποιήσει αυτές τις πληροφορίες, ο tipper μπορεί ακόμα να βρεθεί κατηγορούμενος για τη διαρροή τους (tipping) με βάση τη θεωρία της υπεξαίρεσης (misappropriation theory).

Τέτοιο παράδειγμα μπορεί να είναι ένας insider (tipper), ο οποίος αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες σε ένα συνεργάτη (tipee) του και αυτός τις χρησιμοποιεί στο χρηματιστήριο.

Επιχειρήματα κατά της Εσωτερικής Πληροφόρησης

Εσωτερική πληροφόρηση υπάρχει όταν μια αγοραπωλησία επηρεάζεται από την προνομιακή κατοχή εταιρικών πληροφοριών που δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί. Επειδή οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες σε άλλους επενδυτές, ένα άτομο που χρησιμοποιεί αυτή τη γνώση προσπαθεί να αποκτήσει αθέμιτο πλεονέκτημα (unfair advantage) σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά.

Η νομιμοποίηση χρήσης μη δημόσιων (non-public) πληροφοριών για την διεξαγωγή συναλλαγών θα πλήξει την διαφάνεια και την αξιοπιστία της κεφαλαιαγοράς καθώς οι επενδυτές λόγω της μειονεκτική θέση τους (σε σύγκριση με τους insiders) δεν θα θεωρούν συμφέρον πλέον να επενδύσουν σε αυτή, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν μειώνοντας την ρευστότητα της.

Παράδειγμα:
Εσωτερική πληροφόρηση θεωρείται οποιαδήποτε διαρροή οικονομικά ευαίσθητης πληροφορίας, όπως η πρόθεση μιας εταιρίας να προχωρήσει σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή συγχώνευσης με μια άλλη εταιρία, μια ανακοίνωση αύξησης κερδοφορίας, πληροφορίες για αλλαγές στην μερισματική πολιτική, μια άνοδος/πτώση του βαθμού πιστοληπτικής ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης και γενικότερα οτιδήποτε σχετίζεται με την χρηματοοικονομική εικόνα μιας εταιρίας.

Επιχειρήματα υπερ της Εσωτερικής Πληροφόρησης

Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι νόμοι που καθιστούν παράνομο το insider trading πρέπει να καταργηθούν. Ισχυρίζονται ότι το insider trading που βασίζεται σε μη δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες ωφελεί τους επενδυτές αφού εισάγει νέα γνώση και πληροφόρηση στην αγορά πιο γρήγορα καθιστώντας τις αγορές συναλλάγματος και τις χρηματαγορές πιο αποτελεσματικές (efficient market theory).

Οι συναλλαγές που διεκπεραιώνονται από insiders απλά προεξοφλούν γρηγορότερα μελλοντικές πληροφορίες και δείχνουν τις μελλοντικές τάσεις των τιμών. Σωστά τιμολογημένες μετοχές δίνουν πολύτιμες ενδείξεις στους επενδυτές και διασφαλίζουν την αποτελεσματικότερη κατανομή των κεφαλαίων (efficient allocation of capital)

Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι σε πολλές αγορές η ασύμμετρη πληροφόρηση είναι νόμιμη, όπως η αγορά ακινήτων, άρα το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στο χρηματιστήριο. Επιπλέον η απόλυτα ισότιμη πληροφόρηση είναι ανέφικτη, εφόσον στην πραγματικότητα η ίδια η πληροφορία αποτελεί οικονομικό αγαθό η απόκτηση, παραγωγή και η διάδοση του οποίου μπορεί να γίνει εξαιρετικά δαπανηρή και δύσκολο να ελεγχθεί.

Οι νόμοι για το insider trading είναι πιο περιορισμένοι στις αγορές εμπορευμάτων (αλουμίνιο/καλαμπόκι κτλ) καθώς είναι πιο δύσκολο η απόκτηση εμπιστευτικών πληροφοριών να την επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.

Ωστόσο κάποιος μεσολαβητής (commodity brokερ) μπορεί να κατηγορηθεί για απάτη αν πριν εκτελέσει μια μεγάλη παραγγελία που του ζητήθηκε από ένα πελάτη του, αγοράσει το εμπόρευμα ο ίδιος για να επωφεληθεί από την ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του αργότερα.

Insider Traders

Παραδείγματα ατόμων που μπορούν να εμπλακούν σε υποθέσεις εσωτερικής πληροφόρησης:

* Εταιρικά στελέχη, διευθυντές και υπάλληλοι οι οποίοι προχώρησαν στην αγοραπωλησία εταιρικών τίτλων ή μετοχών μετά που περιήλθαν στην κατοχή τους οικονομικά ευαίσθητες πληροφορίες για την χρηματοοικονομική εικόνα της εταιρίας.

* Πρόσωπα που διαθέτουν προνομιακή πρόσβαση σε εσωτερικά αδημοσίευτα στοιχεία και Λογιστικές Καταστάσεις οι οποίες είναι ικανές να επηρεάσουν σημαντικά τις τιμές εταρικών χρεογράφων, όπως μεγαλομέτοχοι, χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι, traders, brokers, arbitrageurs, αναλυτές, υπάλληλοι τραπεζικών ή χρηματιστηριακών επιχειρήσεων, λογιστές και δικηγόροι.

* Κυβερνητικοί υπάλληλοι που απέκτησαν τέτοιες πληροφορίες λόγω της απασχόλησής τους στην κυβέρνηση.

Υποθέσεις Εσωτερικής Πληροφόρησης

1) Το 2008, ένας τραπεζίτης της Credit Suisse βρέθηκε ένοχος για μια υπόθεση insider trading που αφορούσε την εξαγορά της εταιρίας κοινής ωφέλειας TXU. Τον προηγούμενο χρόνο άγνωστοι είχαν αγοράσει 8.000 δικαιώματα αγοράς (call option contracts) για μετοχές της TXU πριν την ανακοίνωση εξαγοράς της εταιρίας από μια κοινοπραξία ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων.

Τα δικαιώματα αγοράς είχαν αγοραστεί μέσω ξένων λογαριασμών αλλά οι συναλλαγές εκκαθαρίστηκαν μέσω αμερικάνικων χρηματιστηριακών εταιρειών με εντολές αγοράς στο Chicago Board Options Exchange. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ισχυρίστηκε ότι οι συναλλαγές έγιναν με τους αγοραστές να έχουν στην κατοχή τους εμπιστευτικές πληροφορίες πριν την επίσημη ανακοίνωση. Η τιμή μετοχής της εταιρείας είχε ήδη αρχίσει να διαπραγματεύεται σε υψηλά επίπεδα δύο ημέρες πριν από την ανακοίνωση της εξαγοράς.

2) Η BHP-Billiton, η μεγαλύτερη εξορυκτική εταιρία παγκοσμίως έκανε προσφορά εξαγοράς στην ανταγωνίστρια Rio Tinto, η οποία αν ήταν επιτυχής θα δημιουργούσε την τέταρτη μεγαλύτερη εταιρία παγκοσμίως με αποτέλεσμα οι μετοχές της Rio’s να αυξηθούν 15% σε μια μέρα.

Η τιμή της μετοχής όμως είχε αρχίσει να αυξάνεται απότομα στα διεθνή χρηματιστήρια αρκετές ώρες πριν την δημόσια ανακοίνωση στο Λονδίνο, κάτι που υποδείκνυε έντονα ότι η είδηση είχε διαρρεύσει και ότι υπήρξε εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών (insider trading).