Συγχώνευση (Merger)

Συγχώνευση είναι η ένωση δύο ή περισσότερων εταιριών επί ίσοις όροις, με σκοπό την επίτευξη οικονομιών κλίμακας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας τους.

Οι δύο εταιρίες μέσω μιας αμοιβαίας συμφωνίας μετατρέπονται ουσιαστικά σε μία ενιαία νομική οντότητα που συνδυάζει τα περιουσιακά στοιχεία, τις διαδικασίες και τους πόρους των δύο εταιρειών.

Αυτή η διαδικασία γίνεται με τους μετόχους να παραχωρούν τις μετοχές των εταιριών προ της συγχώνευσης, σε αντάλλαγμα μετοχών της νεοϊδρυθείσας εταιρίας.

Σκοπός της συγχώνευσης μπορεί να είναι επίσης η εισαγωγή σε μια νέα αγορά, η προσέγγιση νέων πελατών, η εξαφάνιση ενός ανταγωνιστή, η απόσπαση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς, η απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, ανθρώπινου κεφαλαίου, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τεχνογνωσίας κτλ.

Επίσης μέσω της συγχώνευσης μια εταιρία μπορεί να αυξήσει το εύρος των προσφερόμενων προϊόντων της στους καταναλωτές, να δημιουργήσει μεγαλύτερες υποδομές και να αποκτήσει περισσότερα κανάλια διανομής.

Είδη Συγχωνεύσεων

Διαφορά μεταξύ Συγχώνευσης – Εξαγοράς

Οι διαφορές μεταξύ συγχώνευσης και εξαγοράς είναι ότι στην εξαγορά τα στοιχεία του Ενεργητικού και του Παθητικού (Καθαρή Θέση + Υποχρεώσεις) της επιχείρησης που πωλείται απορροφούνται από την εταιρία-αγοραστή.

Η εταιρία-αγοραστής είτε διαπραγματεύεται με τη διοίκηση της εταιρίας-στόχου είτε μπορεί να κάνει μια δημόσια προσφορά απευθείας στους μετόχους της εταιρείας που θέλει να αγοράσει. Το ποσό που καταβάλλεται πάνω από τη λογιστική αξία της αποκτηθείσας επιχείρησης, καταγράφεται στις λογιστικές καταστάσεις ως υπεραξία.

Αντιθέτως στη περίπτωση της συγχώνευσης δύο ή περισσότερες εταιρίες ενώνονται για να σχηματίσουν μια νέα εταιρία (νομική οντότητα). Σε αυτή την περίπτωση οι μετοχές των δύο εταιριών ανταλλάσσονται με μετοχές της νέας εταιρίας.

Εκτός της φιλικής αμοιβαίας συμφωνίας υπάρχει και η περίπτωση της «επιθετικής εξαγοράς» (hostile takeover), στην οποία μία επιχείρηση παίρνει την ιδιοκτησία χωρίς τη συνεργασία της άλλης.