Ονομαστική Ισοτιμία (Nominal rate)

Ονομαστική ισοτιμία είναι η ανταλλακτική σχέση ενός εθνικού νομίσματος με δέσμη ξένων νομισμάτων και διαφέρει από τη συναλλαγματική ισοτιμία.

Γνωρίζοντας την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία και τις τιμές των διαφόρων προϊόντων σε δύο χώρες προκύπτει η σχέση της αγοραστικής δύναμης των δύο νομισμάτων. Η σχέση αυτή ουσιαστικά αναφέρεται στο κόστος (δείκτες τιμών καταναλωτή) για την αγορά διαφόρων προϊόντων σε δύο χώρες και είναι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων.

Η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία συνεπώς, χρησιμοποιείται για να βρεθεί το κόστος αγοράς ενός ή πολλών προϊόντων στο ίδιο νόμισμα ώστε να εκτιμηθεί η σχέση μεταξύ του κόστους αγοράς των ίδιων προϊόντων σε δύο χώρες ή περιοχές.

Παράδειγμα:
Αν η ονομαστική ισοτιμία γεν-ευρώ είναι 1,1, αυτό σημαίνει ότι ένα γεν αντιστοιχεί σε 1,1€ και εάν μια δέσμη προϊόντων στην Ιαπωνία κοστίζει 100 γεν και 100€ στην Ευρώπη, τότε η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία γεν-ευρώ είναι: 100/(80 * 1,1) = 100/88 = 1,14.

Αυτό σημαίνει ότι η αγορά αυτών των προϊόντων κοστίζει 100 γεν στην Ιαπωνία και 88 γεν στην Ευρώπη, άρα είναι ακριβότερα στην Ιαπωνία και πιο ανταγωνιστικά στον ευρωπαϊκό χώρο.

Εάν η ονομαστική ισοτιμία γεν-ευρώ ήταν 1,25 τότε τα ίδια προϊόντα στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία θα κόστιζαν για να αγοραστούν το ίδιο (100 γεν).

Είναι φανερό, συνεπώς, ότι όταν αυξάνεται ο εγχώριος πληθωρισμός, ενώ η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία είναι σταθερή, τότε υπάρχει αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας ενός εθνικού νομίσματος και για να αποφευχθεί μείωση των εξαγωγών θα πρέπει να υποτιμηθεί το νόμισμα αυτής της χώρας.

Η απόφαση για υποτίμηση είναι μια δύσκολη υπόθεση γιατί εάν η χώρα βρίσκεται στο στάδιο της σταθεροποίησης, η υποτίμηση θα επιδεινώσει τις πληθωριστικές πιέσεις και κατ’ ανάγκην θα διατηρηθούν υψηλά τα επιτόκια με συνέπεια την αυξητική εισροή ξένων κεφαλαίων και τη διατήρηση υπερτιμημένου του εθνικού νομίσματος.

Μακροχρόνια βέβαια θα περιοριστεί αυτή η κινητικότητα ξένων κεφαλαίων γιατί θα επιτευχθεί ισορροπία στη διεθνή αγορά κεφαλαίων, σύμφωνα με το θεώρημα της ισοδυναμίας των επιτοκίων.

Η εξίσωση των τιμών είναι πολύ δύσκολη στην πραγματικότητα, γιατί διαφέρουν οι φόροι και το κόστος μεταφοράς σε διάφορες χώρες, ενώ αντίθετα η εξίσωση των διεθνών τιμών των αγαθών είναι πιο εφικτή επιδίωξη και αντανακλά το βαθμό ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας και τη σχετική ισοδυναμία της αγοραστικής δύναμης των διαφόρων νομισμάτων.

Η ισοδυναμία αυτή, συνεπώς, αποκαλύπτεται από τη διαφορά μεταξύ της ποσοστιαίας μεταβολής των τιμών στο εσωτερικό μιας χωράς και στο εξωτερικό, αναφορικά με τα διεθνή εμπορεύσιμα προϊόντα.

Αυτό σημαίνει ότι όταν ο εγχώριος πληθωρισμός υπερβαίνει εκείνο του εξωτερικού τότε μειώνεται η ανταγωνιστικότητα αυτής της οικονομίας (έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών) και τελικά και η τιμή του εθνικού της νομίσματος.